- τιμιουλκώ
- -έω, ΜΑ και τιμουλκῶ Αανεβάζω την τιμή ενός πράγματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τίμιος / τιμή + -ουλκῶ (< -ουλκός < ἕλκω), πρβλ. ξιφ-ουλκῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τιμιουλκῶ — τιμιουλκέω raise in price pres subj act 1st sg (attic epic doric) τιμιουλκέω raise in price pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταμιουλκώ — έω, Μ βλ. τιμιουλκώ … Dictionary of Greek
τιμουλκώ — έω, Α βλ. τιμιουλκῶ … Dictionary of Greek